δειλανδρέω
• Morfología: [graf. aor. subj. δειλανδρείσῃς Ephr.Syr.3.393D]
acobardarse, flaquear
οἱ δειλανδροῦντες καὶ ἀπιστοῦντεςLXX 2Ma.8.13, cf. 4Ma.10.14, Mac.Aeg.Serm.B.50.4.8,
μὴ ἄλλος σε πειρασμὸς λήψεται ... καὶ οὐχ ὑπομείνῃς ἀλλὰ δειλανδρήσῃςA.Paul.et Thecl.25,
μὴ δειλανδρείσῃς παντελῶςEphr.Syr.l.c., cf. Gr.Nyss.Ref.Eun.409.7.