δειλινός, -ή, -όν


I 1vespertino, de la tarde ταῖς τε ὀρθριναῖς ὥραις καὶ ταῖς δειλιναῖς al amanecer y a la caída de la tarde Str.17.3.8, cf. SB 7529.5 (II/III d.C.), PVindob.Sijpesteijn 22ue.3 (V/VI d.C.), ὁλοκαύτωμα LXX 1Es.5.49, διατριβή Plu.2.70e, πνεύματα Luc.Dem.Enc.31, ἀπότασις Secund.Sent.4, σκιά Ephr.Syr.Ion.10
en uso pred. δειλινὸς γὰρ ἤρξατο Com.Adesp.869.

2 occidental, de poniente κλίμα Str.9.2.41.

II subst. τὸ δ.

1 la tarde ἕως οὗ παρῆλθεν τὸ δ. LXX 3Re.18.29, τὸ δ. τοῦ ἑωθινοῦ ψυχρότερον Str.9.2.41, tb. ἡ δ. Sch.Od.17.606.

2 la comida de la tarde, la merienda-cena τῆς δὲ τετάρτης τροφῆς ... ὃ καλοῦσι τινες δειλινόν Ath.11e.

III como adv. por la tarde ac. neutr. δειλινόν Men.Con.7, SB 13220.3 (I d.C.), tb. τὸ δ.: περιπατοῦντος ... τὸ δ. LXX Ge.3.8, τὸ] γὰρ πρωϊν[ὸ]ν θερίζομε[ν] καὶ τὸ δ. βοτανίζομ[εν PCair.Zen.207.37 (III a.C.), τὸ δ. περιδινησόμεθα Luc.Lex.2, αὐτὰς ... ἀπάγων τὸ δ. Longus 4.4.3
gen. δειλινῆς op. πρωΐ ‘por la mañana’, Ph.1.497, 501, BGU 513.3 (II d.C.).