< δεῖλαρ
*ΔϜείλᾱς >
Δείλας
,
-ᾶντος, ὁ
• Alolema(s):
Δειλᾶς
Sch.Er.
Il
.21.464
Deilante
tracio, Eust.1246.66, Sch.l.c.