δειδίσκομαι
• Alolema(s): δεδίσκομαι Od.15.151
• Morfología: [impf. sin aum. δειδίσκετο Od.18.121, A.R.1.558; aor. inf. δειδέχθαι Arat.795; plusperf. 3a sg. δείδεκτο Il.9.224, 3a plu. δειδέχατο Il.4.4]
I
οἵ μίν ῥα ... δειδέχαται μύθοισινOd.7.72, cf. Call.Fr.87, 186.12, Doroth.Abr.25,
δεξιτερῇ δειδίσκετο χειρίOd.20.197,
(Ἰήσωνα) δειδέχατο ἑταῖροιA.R.1.319, cf. 1180, 4.996, Q.S.6.133,
ἐν Κελεοῖο θεράπναις ... Μετάνειρα θεὴν δείδεκτοNic.Th.487
•tb. del saludo de despedida despedir
(τοὺς) δεδισκόμενος δὲ προσηύδαOd.15.150.
2 saludar con un brindis, brindar por
τοὶ δὲ χρυσέοις δεπάεσσι δειδέχατ' ἀλλήλουςIl.4.4,
πλησάμενος δ' οἴνοιο δέπας δείδεκτ' ἈχιλῆαIl.9.224,
τοὺς μὲν ἄρα χρυσέοισι κυπέλλοις υἷες Ἀχαιῶν δειδέχατοIl.9.671, cf. Q.S.2.137,
ἐν δ' οἶνον ἔχευε χρυσείῳ δέπαϊ· δειδισκόμενος δὲ προσηύδαOd.3.41, cf. 18.121.
3 esperar c. gen.
εἰ δέ κε οἱ κεράων (τῆς σελήνης) τὸ μετήορον εὖ ἐπινεύῃ, δείδεχθαι βορέωsi el cuerno superior (de la luna) cuelga claramente hacia delante, esperad viento del norte Arat.l.c.
II mostrar
φορέουσα Πηλεΐδην Ἀχιλῆα, φίλῳ δειδίσκετο πατρίA.R.1.558.
• Etimología: Dud.: o bien de *δει-δικ-σκ-, c. red. δει- (¿por δη-? ¿o por alarg. métrico?) de *δεχ- (cf. δέχομαι), con -ι- sobre el modelo de ἀραρίσκω, etc., o mejor de *-δεικ-σκ-, e.e., de la r. de δείκνυμι, q.u., con el sent. ‘indicar con la mano’, ‘saludar con la mano’; cf. ai. dediś- ‘mostrar, saludar (con la mano)’.