δείλη, -ης, ἡ
• Alolema(s): dór. -α Theoc.10.5, hiperjón. δεείλη Phryn.Trag.10a
1 la tarde op. ‘mañana’ y ‘mediodía’
ἢ ἠὼς ἢ δ. ἢ μέσον ἦμαρIl.21.111,
ἡνίκα δ' ἦν ἤδη δ.X.An.3.4.34, cf. 4.2.1,
ἡνίκα δ. ἐγίγνετοX.An.1.8.8, cf. Aen.Tact.18.1
•c. determ.
περὶ δείλην πρωίηνa primera hora de la tarde Hdt.8.6,
μέχρι δείλης ὀψίηςhasta bien avanzada la tarde e.d. hasta última hora de la tarde Hdt.7.167, cf. D.57.9, Plb.7.16.4, Hsch.,
περὶ δείλην ὀψίανa última hora de la tarde, e.e. a la caída de la tarde Th.8.26, Plu.Pomp.61, cf. Plb.10.8.7, Ph.2.533, D.C.Epit.8.3.2, 9.23.7, Philostr.VS 541, Iust.Nou.82.3,
τὸ πρὸς δείληςhacia la caída de la tarde LXX Ge.24.63.
2 usos adv. por la tarde, durante la tarde en dat.
δείλῃ δὲ πᾶσα τέμνεται βλαστουμένη ὀπώραS.Fr.255,
δείλῃSB 9699.44, 244, 568 (I d.C.),
ἅμα δείλῃX.HG 4.1.22
•en gen.
δείληςHp.Epid.1.26.12, Pl.Ep.348e, Plu.2.111c, Philostr.VS 578, PMag.7.158,
ἀφίκοντο ... τῆς δείληςX.An.7.3.10, 3.3.11,
τῆς δείλης δὲ ἥκεινX.An.7.2.16, cf. Arist.Fr.531
•subst.
τὸ πρωὶ καὶ τὸ δείληςLXX 2Pa.2.3,
ἐν τῷ θεάτρῳ ... τὸ δείλης καθήμενοιD.C.39.5
•en ac.
δεείληνPhryn.Trag.l.c.,
δείλανTheoc.l.c.,
ἀμφὶ δείληνX.An.2.2.14,
περὶ δείληνHdt.9.101, Th.4.69, 103,
ἀπὸ δείληςa partir de la tarde Arist.HA 564a19
•c. idea de dirección o límite hasta la tarde
μέχρι δείλης ἐξ ἑωθινοῦX.HG 1.1.5,
ἀπ' ἠοῦς μέχρι δείλης ... ὁραθῆναιdel sol, Pl.Def.411a,
ἀπὸ ἑωσφόρου ἕως δείληςLXX 1Re.30.17,
δείλης καὶ ἕωθενD.Chr.67.6,
πρὸς τὴν δείληνHp.Aër.6, Arist.HA 596a23
•en función adjetival, pudiendo ser cualquier hora del día
περὶ γὰρ μεσημβρίαν δείληνhacia el mediodía Ach.Tat.3.2.2,
περὶ δείλην ἑσπέρανAch.Tat.3.5.6.
• Etimología: Quizá de *δειέλη, sobre cuya etim. cf. δείελος.