δείκηλον, -ου, τό
• Grafía: graf. δίκ- IUrb.Rom.1638 (imper.), Hsch.


1 representación, escenificación τὰ δείκηλα τῶν παθέων αὐτοῦ ... ποιεῦσι, τὰ καλέουσι μυστήρια Αἰγύπτιοι Hdt.2.171.

2 alucinación (Μήδεια) ἐκ δ' ἀίδηλα δείκηλα προΐαλλεν A.R.4.1672
representación conceptual ἀνθρωπόμορφον τοῦ Διὸς τὸ δ. πεποιήκασιν Porph. en Eus.PE 3.9.5.

3 imagen χαλκείῃ δ. ἐν ἀσπίδι φαίνετ' ἰδέσθαι A.R.1.746
esp. estatua ἐν τῇ πόλει δείκηλον τίθεσθαι I.BI 2.170, ὡς οὐδὲ θεοῦ τι δ., οὐχ' ὅπως ἀνδρός I.BI 2.195, Ἄρηος Orác. en SEG 41.1411.3 (Siedra II d.C.), cf. Orác. en IAMM p.96 (Iconion II d.C.), δεί]κηλα ... ἀργύρῳ ἀσκηθέντα Orác. en ZPE 7.1971.198 (Dídima III d.C.), δείκηλα μὴ σέβουσι λαμπαδουχίαις Lyc.1179, de anim. IUrb.Rom.l.c., cf. Hsch., Zonar.127.30C., cf. δείκελον.
• Etimología: Deriv. de *deik- ‘mostrar’, cf. δείκνυμι.