< δείκελον
δεικηλιστής >
δεικηλίκτας
,
-α, ὁ
lacon.
mimo
,
actor
μέγας ... δ. ἐν μικρῷ πράγματι
Plu.2.220f, cf. 212f,
Ages
.21, Hsch.s.u.
δίκηλον
.