διαμελεϊστί
†διαμελεοί·
διαμελετάω
διαμελίζομαι
διαμελίζω
διαμελισμός
διαμελίστρια
διαμέλλησις
διαμέλλω
διαμεμερισμένως
διάμεμπτος
διαμέμφομαι
διαμένω
διαμερές
διαμερής
διαμέρησις
διαμερίζω
διαμέρισις
διαμέρισμα
διαμερισμός
διαμεριστής
διαμερίστριος
διάμεσος
διάμεστος
διαμεστόω
διαμετρέω
διαμέτρησις
διαμετρητός
διαμέτρητος
διαμετρικός
διάμετρος
διαμευστής
διαμήδομαι
διαμηκίζω
διάμηκος
διαμηκύνω
διαμηνύω
διαμηρίδιον
διαμηρίζω
διαμήριον
διαμηρισμός
διαμηρυκάομαι
διαμηρύομαι
διαμηχᾰνάομαι
διαμηχανητέον
διαμιγνύω
διαμικρολογέομαι
διάμιλλα
διαμιλλάομαι
διαμιλλητέον
διαμιμνῄσκομαι
διαμίμνω
διαμῐνῡρίζομαι
διαμίσγω
διαμισέω
διαμισθόω
διαμίσθωσις
διαμισθωτικός
διαμιστύλλω
διαμίσυος
διάμιτρος
διαμματίζω
διαμμοιρηδά
δίαμμος
διαμνημονευτέον
διαμνημονεύω
διαμνημονικός
διάμνια
διάμοιος·
διαμοιράζω
διαμοιράομαι