διαμερίζω
I
τοὺς πόνους ... εἰς ἅπαν τὸ σῶμαlos esfuerzos a (por) todo el cuerpo Arist.Pr.885a18,
συμβαίνει τὴν πέψιν διαμερίζειν τὴν ὑγρότηταThphr.Sud.20,
ἔδωκας αὐτοῖς βασιλείας ... καὶ διεμέρισας αὐτοῖςLXX 2Es.19.22,
τὴν δύναμινD.S.19.56,
τὰ ἅρματαI.AI 8.188,
τὸ ἐπιβάλλονCorn.ND 27,
κόμισαι κολοκύνθια ... καὶ διαμέρισαι πρὸς τοὺς ἀδελφούςSB 9017.13.10 (I/II d.C.),
διαμ[ερί]σομεν αὐτὰ ἐν δύο μέρηPUG 21.10 (IV d.C.), en v. pas.
ἔσονται γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν πέντε ἐν ἑνὶ οἴκῳ διαμεμερισμένοιpues a partir de ahora estarán en una sola casa cinco divididos, e.e. enfrentados, Eu.Luc.12.52, cf. 11.17, 18,
γῆν τοῖς μηθένα κλῆρον ἔχουσιν Ἀλβανῶν διαμερισθῆναιD.H.3.29,
γαῖα ... οὐ περιφραγμοῖς διαμεριζομένηOrac.Sib.8.210
•abs. hacer la división
διεμέριζε γὰρ ὁ ΒορυσθενίτηςMen.Fr.772
•compartir
διαμερίζων σὺν τοῖς λοιποῖς καὶ τὰ ἀπὸ τῶν ... ἱερήωνIClaros 1.P.4.27 (II a.C.).
2 dividir, detallar, clasificar
λόγονPl.Phlb.15e,
ὅτε διεμέριζεν ὁ ὕψιστος ἔθνηcuando el altísimo dividió las naciones Ph.1.338, en v. pas.
ἡ πρότερον ἀγελαιοτροφικὴ διαμερισθεῖσαel arte de criar rebaños antes analizado Pl.Plt.289c,
διαμερισθέντων τῶν πρὸς ἐνιαυτὸν καὶ τῶν κατὰ μῆνα δαπανωμένωνdiferenciados los gastos anuales y los mensuales Arist.Oec.1345a19,
πάντα ... πρὸς τὰς τοιαύτας ὑποδοχὰς διαμεμερισμέναAristeas 183.
3 dividir, partir en trozos en v. med. despedazar
οὓς διεμερίσαντο τὰ θηρίαT.Abr.A 14.11, en v. pas.
ζώων διαμερισθέντωνdespiezados los animales por el matarife, Pl.Lg.849d.
II sólo v. med. dividir entre sí, repartirse
διεμερίσαντο τὰ ἱμάτια αὐτοῦEu.Matt.27.35,
(τὰ πάντα) πρὸς ἑαυτούςPAmh.152.18 (V/VI d.C.),
τοὺς μισθοὺς ... εἰς ἑαυτούςPMasp.159.32 (VI d.C.).