διαμένω
• Grafía: graf. δειαμένω Asoka Edict.11S.
1 sent. temp. mantenerse, durar de abstr., estados, cualidades, c. dat.
πάθεα ... ἂν διαμείνῃ τοῖσι παιδίοισιHp.Aph.3.28,
διαμένει ... τοῖς βασιλεῦσιν ἡ πολυδωρίαX.Cyr.8.2.7,
οὐδὲ τῷ βίῳ ταὐτὸν διαμένει σχῆμαAlex.35.3, c. giro prep.
(ἡ δημοκρατία) ἐν μὲν ταῖς ἡσυχίαις ... διαμένουσαIsoc.8.51,
διαμένοντος τοῦ νομίμου παρὰ τοῖς ἀποίκοιςD.S.1.55, sin rég., de síntomas
οὐ πάνυ διαμένεινHp.Aph.2.27,
ὅταν ἡ καθεστηκυῖα ἕξις διαμένῃPl.Lg.893e, de un tipo de matrimonios, Is.3.29, de la enemistad, Is.7.12, de razonamientos, D.26.18,
ἡ χρυσῆ παροιμία διαμεμένηκεThphr.Fr.86, del alma, Epicur.Ep.[2] 65,
διαμένουσιν αἱ οὐσίαιOcell.30, c. ac. de tiempo
ὅτεῳ μὴ διαμένουσιν ἐπὶ πολλὸν οἱ πειραθέντες φίλοι, δύστροποςDemocr.B 100,
τῶν ἄλλων πολιτειῶν αὗται πλεῖστον χρόνον διαμένουσινIsoc.2.16, cf. D.S.1.2,
διαμεμενηκὼς ἐπὶ τῆς αὐτῆς αἱρέσεως ἅπαντα τὸν χρόνονSEG 25.112.26 (Ática II a.C.)
•tb. de cosas y pers. permanecer c. ac. de tiempo, de unas semillas
διαμένει δὲ οὐδὲν πλέον τεττάρων ἐτῶνThphr.HP 7.5.5, de Alejandro
διαμείνας ἡμέρας τριάκονταD.S.17.110,
ὃς ζῇ τε καὶ διαμένει εἰς αἰῶνας αἰώνωνManes 66.8
•c. inf. esperar, aguardar
ἐπὶ τοῖς δένδρεσι καρπὸς οὐδεὶς ὡραῖος γενέσθαι διέμεινενD.H.1.23,
ὁ (Ἰωάννης) μὴ διαμείνας πώποτε παρακληθῆναιA.Io.57.2.
2 c. determ. modales continuar, quedarse, conservarse en una cualidad o estado, c. adj. pred.
ἄλυπος καὶ πολυχρόνιος ... διαμείνειεν ἄνArist.Rh.1361b31,
ἄπαις διέμεινεAP 11.70 (Leon.),
ὀμόσασα παρθένος διαμενεῖνD.S.4.16,
τὸ ἔθνος ... διέμεινεν ἀνάλωτονD.S.17.111,
τούτων φύλαξ μοι διαμένοις τῶν δογμάτωνAmph.Seleuc.214,
διέμενεν κωφόςEu.Luc.1.22,
ἀπαθὴς ... ὡς ἔστι διαμένειAth.Al.M.26.396C,
ἡ μάχη διέμεινεν ἰσόρροποςD.S.15.85, cf. Vett.Val.175.32,
τοὺς καλάμους ἀβλαβεῖς διαμένονταςAesop.239, cf. D.S.1.17, c. part. pred.
ὅσαι δὲ εὐχροοῦσαι διαμένουσινlas (mujeres) que se conservan con buen color Hp.Steril.216,
διαμένω λέγωνD.8.71,
οὐδὲ γὰρ αὑτοῖς διαμένουσιν ὅμοιοι ὄντεςArist.EN 1159b8,
ὅπως διαμενεῖς ὢν Χαρισίῳ [φίλοςMen.Epit.653, cf. IG 22.657.34 (III a.C.),
εἰ διαμένοι τεθυμωμένοςsi continuaba indignado I.AI 1.330, cf. Plu.2.174f,
ἵνα δειαμείνωσιν (sic) ... εὐσεβοῦντεςAsoka l.c.,
τὰ φαλλικὰ ... διαμένει νομιζόμεναArist.Po.1449a12,
διαμεμένηκε δ' ἡ λίμνη τὴν εὐχρηστίαν παρεχομένη τοῖς κατ' Αἴγυπτονel lago había continuado siendo de utilidad a los egipcios D.S.1.52,
τῆς οὐσίας ... μιᾶς οὔσης καὶ διαμενούσηςEun.Cyz. en Pamph.Mon.Solut.12.158
•c. dat. de modo
γλῶσσα ... τῷ δὲ χρώματι διαμένουσαHp.Coac.224,
ἕως γήρους διέμεινεν αὐτῷlo conservó hasta la vejez LXX Si.46.9,
δ. τῷ προσήκοντι καταστήματι τὴν πόλινITemple of Hibis 4.3 (I d.C.), c. prep. y dat., esp. c. ἐν:
διαμένειν ἐν ταύτῃ τῇ ἕξειPl.Prt.344b,
ἐν τῇ εἰλημμένῃ ὑπολήψειAristox.Harm.40.8,
ἐν ἑαυτῷ διέμεινεcontinuaba siendo el mismo Plb.10.40.6,
ἐν τῇ αὐτῇ ταλαιπωρίᾳPTeb.27.40 (II a.C.),
ἐν τοῖς πατρίοις διαμένουσιν ἕκαστοιcada uno continúa en las ocupaciones de sus padres Str.16.4.25,
ἐν τῇ πρὸς Καρχηδονίους φιλίᾳD.S.14.48,
ὡς διαμένοι ἐν τῷ σχήματιLuc.Gall.11, tb. c. ἐπί:
ἐπὶ τῇ δουλοπρεπεῖ διατριβῇ ... οὐ διαμενεῖνX.Ap.30
•part. neutr. subst. τὸ διαμένον lo inalterable
τὸ μηδέποτε ἐν τῷ ποιῷ μηδὲ ποσῷ δ.D.L.3.9.
3 sent. fís. mantenerse inalterado, quedarse en su sitio del recto, Hp.Fist.9,
ἄνω τὸ πνεῦμα διαμένει κατ' οὐρανόνEpich.226,
διαμένειν ... τὸ χρῶμα ταὐτόAntiph.229.2, cf. Nicol.Com.1.28,
πῶς δὲ διέμεινεν ἄν τιLXX Sap.11.25,
χιώνPlb.3.55.1,
σημεῖαD.S.1.22
•de pers. mantenerse firme, resistir
διαμεῖναι ... ἕως ...D.4.15, cf. 21.216, de unas ciudades, Ph.2.25
•de Dios op. los humanos mantenerse inalterable, subsistir
αὐτοὶ ἀπολοῦνται, σὺ δὲ διαμένειςEp.Hebr.1.11.
4 c. inf. suj. quedar establecido, ser costumbre
διέμεινε ... Μινύας ἐπονομάζεσθαι σφᾶςPaus.9.36.6, c. dat. de pers.
ὅθεν ἔτι διαμένει ταῖς φυλαῖς τὸ δέκα κληροῦν ἑκάστηνArist.Ath.8.1,
διαμένει ... τοῖς ἀγωνίζεσθαι μέλλουσι τὰ Ὀλύμπια ἐναγίζειν τῷ Οἰβώτᾳes costumbre de los competidores en las olimpíadas hacer un sacrificio a Ebotas Paus.7.17.14,
διαμεμένηκε ... αὐτῷ Ποσειδῶνος ἱερὸν νομίζεσθαιPaus.7.27.8.