διαμεμερισμένως
adv. sobre el part. perf. pas. de διαμερίζω
1 separadamente
γράφεινSch.D.T.191.18.
2 paso a paso, parte por parte
ὁ ἰατρὸς ἀπό τινων σημείων προγινώσκει καὶ ἐν χρόνῳ καὶ δ.Steph.in Hp.Progn.46.15.
γράφεινSch.D.T.191.18.
ὁ ἰατρὸς ἀπό τινων σημείων προγινώσκει καὶ ἐν χρόνῳ καὶ δ.Steph.in Hp.Progn.46.15.