< διαμελισμός
διαμέλλησις >
διαμελίστρια
,
-ας, ἡ
(
sc
. ἡμέρα)
día del descuartizamiento
τοῦ λογικοῦ ἀμνοῦ
ref. al día de Resurrección
, Leont.Const.
Hom
.8.48, cf. διαμερίστριος.