ἐμόρμησεν·
ἕμος
ἐμός
ἐμοῦς
ἐμπ-
ἔμπα
ἐμπαγή
ἐμπαγίως
ἐμπάζομαι
ἐμπάθεια
ἐμπαθής
ἔμπαιγμα
ἐμπαιγμονή
ἐμπαιγμός
ἐμπαίδευτος
ἐμπαιδεύω
ἐμπαιδοτριβέω
ἐμπαιδοτροφέω
ἐμπαίζω
ἐμπαίκτης
ἐμπαικτικός
1 ἔμπαιος
2 ἔμπαιος
ἔμπαις
ἔμπαισμα
ἐμπαιστικός
ἔμπαιστος
ἐμπαίττομαι
ἐμπαίω
ἐμπακτόω
ἐμπάλαγμα
ἐμπαλαιόομαι
ἐμπαλάσσομαι
ἔμπᾰλιν
ἐμπάλλομαι
ἐμπάμων
ἔμπαν
ἐμπανηγυρίζω
ἐμπαραβάλλομαι
ἐμπαραγίγνομαι
ἐμπαράθετος
ἐμπαραλαμβάνω
ἐμπαραλιμπάνω
ἐμπαραμένω
ἐμπαράμονος
ἐμπαρασκευάζω
ἐμπαράσκευος
ἐμπαρατίθημι
ἐμπαραφέρω
ἐμπαραχωρέω
ἐμπάρειμι
ἐμπαρέχω
ἐμπαρθενεύω
ἐμπαρίεμαι
ἐμπαρίστημι
ἐμπαροινέω
ἐμπαροίνημα
ἐμπαροιστρέω
ἔμπαρος·
ἐμπαρουσιασμός·
ἐμπαρρησιάζομαι
ἔμπαρσις
ἔμπᾱς
ἔμπας
†ἐμπασέντας·
1 ἔμπασις
2 ἔμπασις
ἐμπάσματα
ἐμπασμός
ἐμπάσσω
ἐμπαστέον