< ἐμπαρατίθημι
ἐμπαραχωρέω >
ἐμπαραφέρω
llevar
,
conducir
en v. pas.
εἰ πρὸς τὸ εἶναι ἐμπαρενεχθεῖεν ὑπὸ θεοῦ
Cyr.Al.
Mt
.288.4.