ἐμπαραμένω
1 perseverar en c. dat.
ταῖς εὐχαῖςMac.Aeg.M.34.860C,
ταῖς ἑαυτῶν ἁμαρτίαιςDiodor.T.Rom.5.15.
2 perdurar
τὸ γὰρ οὐκ ἐκ θεοῦ ὂν οὐ σταθήσεται, ... οὐκ ἐμπαραμένειEpiph.Const.Haer.39.1.1.
ταῖς εὐχαῖςMac.Aeg.M.34.860C,
ταῖς ἑαυτῶν ἁμαρτίαιςDiodor.T.Rom.5.15.
τὸ γὰρ οὐκ ἐκ θεοῦ ὂν οὐ σταθήσεται, ... οὐκ ἐμπαραμένειEpiph.Const.Haer.39.1.1.