< ἔμπαιγμα
ἐμπαιγμός >
ἐμπαιγμονή
,
-ῆς, ἡ
burla
,
mofa
ἐν ἐμπαιγμονῇ ἐμπαῖκται ... πορευόμενοι
2
Ep.Petr
.3.3.