ἐμπαρίεμαι
fig. caer, precipitarse en c. dat.
τοῖς τῆς φιλοσαρκίας ἐμπαρείσης (τῆς γῆς) τέλμασινCyr.Al.M.70.1204D,
ὠδῖσί τ' ἐμπαρειμένηChr.Pat.13.
τοῖς τῆς φιλοσαρκίας ἐμπαρείσης (τῆς γῆς) τέλμασινCyr.Al.M.70.1204D,
ὠδῖσί τ' ἐμπαρειμένηChr.Pat.13.