< 2 ἔμπασις
ἐμπασμός >
ἐμπάσματα
,
-ων, τά
polvos
c. propiedades desecantes, Antyll. en Orib.10.31.1, cf. 8.6.7, cf.
ὁ τὰ †ἐνφάσματα τοῖς ἀνδριᾶσιν ἐκτιθείς
Hsch.s.u.
ἐνειματιών
.