< ἐμπαραμένω
ἐμπαρασκευάζω >
ἐμπαράμονος
,
-ον
estable
,
permanente
φθορά
Epiph.Const.
Haer
.66.17.1,
νομή
Anteo
Ep
.1
•
subst. τὸ ἐ.
estabilidad
,
firmeza
Io.Mal.
Chron
.7.176.