< ἐμπαροινέω
ἐμπαροιστρέω >
ἐμπαροίνημα
,
-ματος, τό
objeto de embriaguez
,
de comportamiento indecente
εἰ Γνάθωνος ἐμπαροίνημα γενήσεται τοιοῦτον κάλλος
Longus 4.18.1.