ἐμπαροινέω
1 comportarse como un borracho Luc.Tim.14,
παρὰ ταῖς μέθαις ἐμπαροινοῦντεςOrigenes M.11.477B, cf. Chrys.M.59.256
•fig. comportarse como un borracho, e.d. de modo insultante u ofensivo de palabra o de obra, c. dat.
δούλοιςPh.2.403,
μέμνησο γοῦν οἷά μοι ... ἐμπαροινεῖςLuc.DDeor.8.4,
τοῖς ὑπηκόοιςLuc.Cat.26, cf. Alex.41,
τοῖς πράγμασινI.AI 6.265, cf. 20.154,
τῷ τῆς ἱστορίας ὀνόματι λίαν ἀναιδῶς ἐνεπαροίνησανI.Ap.1.46,
ἔφησεν ἔμπουσάν τε καὶ λάμιαν ἐμπεπαρῳνηκέναι τῷ Μενίππῳdijo que la empusa y la lamia le hacían cosas de borracho a Menipo Eus.Hierocl.35.24,
ἐν τῇ παρούσῃ καταστάσει τιμωρίαν ὑπέχει ἐμπαροινήσας τῇ δοθείσῃ τιμῇIul.Ar.8.21,
τῇ ἙλένῃEust.237.13, c. constr. prep.
ταῦτα εἰς ἀποστόλους ἐμπαροινεῖν οὐκ αἰσχύνονταιy no se avergüenzan de lanzar estos insultos a los apóstoles Epiph.Const.Haer.30.16.3,
τὰ ἀκοαῖς ἄπιστα κατ' ἀλλήλων ἐμπαροινοῦντεςEus.LC 13 (p.240).
2 maltratar
σκίλλαις ἐμπαροινοῦσιSch.Theoc.7.106-8a.