ἐμπαιγμός, -οῦ, ὁ
1 mofa, escarnio
ἐ. καὶ ὀνειδισμὸς ὑπερηφάνῳLXX Si.27.28,
δέδωκά σε ... εἰς ἐμπαιγμὸν πάσαις ταῖς χώραιςLXX Ez.22.4,
αἱ ψύαι μου ἐπλήσθησαν ἐμπαιγμῶνmis lomos se llenaron de escarnios LXX Ps.37.8, cf. 2Ma.7.7, 3Ma.5.22,
ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβονotros soportaron la prueba de escarnios y latigazos, Ep.Hebr.11.36, cf. Origenes Io.1.11 (p.17), Eust.1594.46.
2 burla, engaño
ἐ. γάρ ἐστι καὶ ψεῦδος ἡ ἐπιθυμίαChrys.M.63.53, Hsch.s.u. †ἐνεασμός.