< ἐμπάσσω
ἐμπαστήρια· >
ἐμπαστέον
hay que espolvorear
c. ac. y dat.
ἐ. τε αὐτοῖς πηγάνου καὶ κυμίνου πολύ
Archig. en Aët.9.28,
τὴν κοιλίαν κυμίνῳ λείῳ
Orib.
Ec
.59.2.