< ἐμπαραγίγνομαι
ἐμπαραλαμβάνω >
ἐμπαράθετος
,
-ον
puesto junto a
,
situado allí al lado
καὶ ἄλλον δέ τινα Σέλευκον εὗρον ἐμπαράθετον
Sud.s.u.
Σέλευκος
.