< ἐμπαιδεύω
ἐμπαιδοτροφέω >
ἐμπαιδοτριβέω
instruir
,
educar en
c. dat., en v. pas.
τῇ ὀρχήστρᾳ
D.C.77.21.2,
βίβλοις ἱεραῖς
I.
BI
2.159.