διαρθρωτικός διαρίζομαι διᾰριθμέω διαρίθμησις διαρικνόομαι διαρίνησις διαρινήτης· διαρινητός διάρινον διάριον διαριπίζομαι διαριστάομαι διαριστεύομαι διάρκεια διαρκέω διαρκής διαρκούντως δίαρμα διάρμενος διαρμόζω διαρνέομαι διαρόγχαι διαρομβέομαι διαροθέω διάροσις διάρουρον διᾰρόω διαρπαγή διάρπαγμα διαρπαγμός διαρπάζω διάρπασις διάρπασμα διαρραγή διαρραίνω διαρραίω διάρραμμα διαρραπίζω διαρραπιστέον διαρραπτέον διαρράπτω διαρραφή διαρρᾰχίζω διαρραψῳδέω διαρρέπω διαρρέω διάρρηγμα διαρρήγνυμι διαρρηγνύω διαρρήδην διαρρήκτης διάρρηξις διάρρησις διαρρήσσω διαρρητορεύω διαρρικνόομαι διαρρίμματα διαρρινάω διαρρινέω διάρρινον διαρριπίζω διαρριπτέω διαρρίπτω διαρρῐφά διάρριψις διάρροδος διαρροή διαρροθέω διάρροια Διάρροια διαρροιζέω