< διαρθρωτικός
διᾰριθμέω >
διαρίζομαι
asignar una pensión
o
dieta
μὴ διαρίζεσθαι τὸν ... ἀφιστῶντα ἑαυτὸν τοῦ μυστηρίου
Io.Scholast.
Coll.Cap
.19.