διαρθρωτικός, -ή, -όν
1 que da forma
τὸ σκότος τὸ διαρθρωτικόνSch.Hes.Th.139.
2 capaz de distinguir claramente
τρίτος ὁ τόπος (ἐν φιλοσοφίᾳ) δ.Epict.Ench.52,
τέχνη δ.S.E.M.1.300.
τὸ σκότος τὸ διαρθρωτικόνSch.Hes.Th.139.
τρίτος ὁ τόπος (ἐν φιλοσοφίᾳ) δ.Epict.Ench.52,
τέχνη δ.S.E.M.1.300.