< διαριστεύομαι
διαρκέω >
διάρκεια
,
-ας, ἡ
suficiencia
τῆς τροφῆς
Thphr.
CP
1.11.6, cf. Hermog.
Inu
.4.4,
Anecd.Ludw
.207.7, Eust.1851.49.