διαρρήσσω
• Alolema(s): διαρήσσω Lyr.Adesp.17.13


1 romper, partir πέτρας Lyr.Adesp.l.c., PMag.4.1022, με ... διαρρήσει las cuñas al pino, Babr.38.7, δεσμά Eu.Luc.8.29, Artem.4 praef., τὴν ἐσθῆτα Olymp.Iob 1.20, τὸν χάρτην Olymp.Iob 31.35-37.

2 v. med. romperse διερρήσσετο δὲ τὰ δίκτυα Eu.Luc.5.6, διαρρήσσεται ἡ Καδμεία πύλη Ps.Callisth.54.5.