διαρροή, -ῆς, ἡ


I 1cauce, corriente de un río τὰς διαρροὰς τ Ρρε[τ] IG 13.79.15 (V a.C.).

2 anat. conducto τέμνει σιδήρῳ πνεύματος διαρροάς E.Hec.567, οἶνος περάσας πλευμόνων διαρροάς E.Fr.983.

II flujo y reflujo πρὸς τὴν ἄνω τε καὶ κάτω αὐτοῦ (del océano) διαρροήν D.C.39.41.1.