διαρρικνόομαι
• Alolema(s): διαρικ- Hsch.s.u. διαρικνοῦσθαι
1 mover las caderas indecorosamente al bailar el κόρδαξ:
ξίφιζε καὶ πόδιζε καὶ διαρρικνοῦCratin.234, cf. Hsch.s.uu. διαρικνοῦσθαι y διερικνοῦντο, Paus.Gr.δ 13.
2 encorvarse, hacerse ganchudo Hsch.s.u. διερικνοῦντο.
3 arrugar en v. pas.
τὸ ῥυπῶδες τοῦ τριβωνίου καὶ διερρικνωμένονTz.Comm.Ar.1.184.16.