< διαρπαγή
διαρπαγμός >
διάρπαγμα
,
-ματος, τό
robo
,
pillaje
c. gen. subjet.
λῃστοῦ
Basil.M.31.1449C
•
objeto de pillaje
o
rapiña
παρὰ πολεμίων
Steph.
in Rh
.270.14.