διαρραπίζω
• Alolema(s): διαραπ- PTeb.798.15 (II a.C.)


golpear, abofetear διαραπίσαντές με καὶ λακτίσαντες εἰς τὴν κοιλίαν PTeb.l.c., ἐνοχλοῦσαν ... διερράπισεν abofeteó a la importuna Hld.7.7.6, en v. pas. διαρραπισθῆναι κελεύσασα Hld.8.9.1
fig. golpear, forjar en v. pas., de pers. διερραπισμένοι glos. a κεκροτημένοι Sch.Theoc.15.49c, διεπάλυνεν· διερραπίσθη Hsch.