διαρπαγμός, -οῦ, ὁ


robo, pillaje γενέσθαι καὶ τὴν πρὸς βορρᾶν ... οἰκουμένην (ἔνδοξον) εἰς διαρπαγμόν Cat.Cod.Astr.9(2).122.25.