< διαρρήδην
διάρρηξις >
διαρρήκτης
,
-ου, ὁ
1
el que rompe
c. gen. obj., fig.
τῆς εὐαρμοστίας τοῦ βίου
Meth.
Symp
.43.
2
conspirador
Hsch.