διαρριπίζω
I intr.
1 soplar de vientos
πνεῦμα ... εἰς τὸν πλησίον διερρίπισεHld.3.7.3,
ἄνεμος ἐξ ἀχυρμιᾶς ... διερρίπισενFauorin.de Ex.15.37.
2 en v. med., fig. extenderse
μαρμαρυγὴ ... εἰς τοὺς πορρωτάτω διερριπίζετοHld.9.14.1.
II tr. ventilar, refrescar
ὁ πνεύμων ... τὸ ἔνδον ἡμῶν θερμὸν διαρριπίζειBasil.Hex.7.1 (p.396),
τοῦτο τὸ πῦρAnon.V.Thecl.12.50
•en v. pas., de pers. ser refrescado con aire, ser abanicado
θεραπευόμενος καὶ διαρριπιζόμενος ἀνέπνευσεAth.Al.H.Ar.12.2
•tb. en v. med.
(ὀφθαλμοί) τὸν φλογμὸν τοῦ ἡλίου διαρριπιζόμενοιPs.Caes.144.6.