διαρραίω
• Alolema(s): διᾰραίω Tim.15.133; διᾱραίω Opp.H.4.406


1 destruir, destrozar c. ac. στρατόν Il.9.78, με ... καὶ αὐτόν Od.1.251, 16.128, οἶκον Od.2.49, νῆα Od.12.290, σε A.R.4.33, πύργους Lyc.1007, ῥωχμαὶ σάρκα διαρραίουσιν Marc.Sid.80, πόλιν Nonn.D.25.367, χαλκείην θώμιγγα Opp.H.5.168, διαρραίσσει δέ μοι ἦτορ Q.S.4.493, abs. διαρραῖσαι μεμαῶτες deseosos de destrucción, Il.2.473, 11.713, 733, 17.727, en v. pas. πτόρθου διαρραισθέντος Lyc.1097, νῆα διαραισθεῖσαν ἀέλλαις Opp.l.c., με διαρραισθεῖσαν ὀλέσθαι ... πέτρῃσιν Orph.A.1159
en v. med. mismo sent. μ' ... αὖραι ... βορέαι διαραίσονται los vientos del norte me destruirán Tim.l.c.

2 en v. med.-pas., c. suj. de pers. perecer, morir τάχα δ' ἄμμε διαρραίσεσθαι ὀΐω creo que vamos a perecer al punto, Il.24.355, ἐξελυσάμην βροτοὺς τὸ μὴ διαρραισθέντας εἰς ᾍδου μολεῖν libré a hombres de ir muertos al Hades A.Pr.236, μή σφε κακῇ ὑπὸ κηρὶ διαρραισθέντας ἰδέσθαι que no les vea muertos por una suerte funesta A.R.3.702.