διαρπάζω
I c. idea de destrucción
1 destrozar, despedazar c. compl. dir. de pers. o anim.
οἱ δὲ (λύκοι) ... αἶψα διαρπάζουσιν ἀνάλκιδα θυμὸν ἐχούσαςéstos (los lobos) destrozan a las (ovejas) que tienen un espíritu cobarde, Il.16.355,
μὴ διαρπάσωσι τὸν γόνονArist.HA 621a25, en v. med.
τὰ δὲ πρόβατα ... οἱ λύκοι διαρπάσονταιLuc.DDeor.10.2, fig.
ὥσπερ θηρίον ἧκειν ἐφ' ἡμᾶς ὡς διαρπασόμενοςde Trasímaco avanzó sobre nosotros como una fiera para hacernos pedazos Pl.R.336b, en v. pas.
ἄνθρωποι ... διηρπάζοντο ὑπ' αὐτῶν (θηρίων)Pl.Plt.274b,
τὸν ζῶντα οὕτως ... ὑπ' ἄλλου διαρπασθῆναι ζῴουPl.Lg.807b.
2 destrozar, devastar, arrasar c. compl. dir. de lugares
τὴν χώρανD.C.41.26.1, en v. med.
Συρίαν ἅπασαν διηρπάσαντοI.AI 1.174, en v. pas.
τὰ δ' ἐγγὺς ὑπὸ τῶν φίλων διηρπάζετοlos alrededores fueron devastados por los nuestros Lys.7.6,
τἀν τῇ Βοιωτίᾳ διαρπασθησόμεν' ὑπὸ τοῦ πολέμουD.18.213,
ὑπὸ Αἰθιόπων ... διαρπαζομένης αὐτῶν τῆς χώραςI.AI 2.282, cf. Paus.4.22.3,
τείχη τὰ διηρπασμέναmurallas desmanteladas en el asalto Iul.ad Ath.279a.
3 destruir, borrar del viento
τὰ ἴχνηX.Cyn.6.2
•abs. destruir fig. del estilo de Demóstenes compar. con un huracán, Longin.12.4.
II c. idea de robo
1 saquear
τὴν πόλινHdt.1.88, cf. 9.42, Vett.Val.62.10,
δόμονE.Alc.657,
Λοξίου χρηστήριονE.Ba.1337,
τὰς οἰκίαςApp.Pun.55, en v. pas.
ὑπὸ τῶν Ἀστῶν διαρπάζονταιde barcos, Str.7.6.1.
2 llevarse como botín, pillar
τὰ χρήματαTh.1.49,
τὰ κτήματαArist.Pol.1281a25,
τὰ πρόβαταHell.Oxy.37.485,
τὰ θρέμματα τῆς θεοῦPlb.4.18.10,
τὰ[ς οὐσίαςIEphesos 5.18 (II a.C.),
ταῦταD.H.10.21,
τὰ ... φορτίαX.Eph.3.12.2, abs.
οἱ διαρπάζοντεςPlb.10.16.9, SEG 40.524.B.1.11 (Anfípolis III/II a.C.), en v. pas.
χρήματα διαρπασθένταTh.8.36,
οἱ δὲ λοιποὶ διηρπάσθησαν ὑπὸ τῶν στρατιωτῶνD.S.13.19.
3 en cont. no bélico arrebatar, robar, llevarse
τὰς μὲν οὐσίας τὰς ἡμετέρας ... διηρπάκασινIsoc.14.22,
τὰ δὲ ταύτης (πόλεως) ἴδιαIsoc.12.141,
τὰ ἅγια τοῦ θεοῦLXX Psalm.Salom.8.11,
τὰ ἐλαικὰ φορτίαPKöln 261.5 (III a.C.),
διάκονοι ... διαρπάσαντες χηρῶν καὶ ὀρφανῶν τὴν ζωήνHerm.Sim.9.26.2,
Πιερίδες μοι μῆλα διήρπασανAP 14.3 (Metrod.?),
θηρείων ἕνα παῖδα διαρπάξασα γενείωνNonn.D.48.920, en v. pas.
τὰ προβάτια ... διήρπακται ὑπὸ τῶν ποιμένωνPMich.Zen.87.7 (III a.C.), cf. PTeb.789.18 (II a.C.),
διερπάγη μοι ῥόδινονOClaud.171.4 (II d.C.),
ἅπαντα διήρπασται ὑφ' ὑμῶνLuc.Tox.40, impers.
οὐδενὶ οἷόν τε εἰπεῖν ὅτι διηρπάσθηnadie podría decir que fue robado (el capital), Lys.19.41
•fig.
στρατηγία, ὑπατεία (διαδίδονται)· διαρπαζέτω τὰ παιδία(se reparte) una pretura, un consulado; anden los niños a la rebatiña Arr.Epict.4.7.23.
4 raptar, secuestrar
διήρπαξεν τὴν γυναῖκα ... [καὶ] αὐτὴν ἀπήγαγεν [εἰς τὴ]ν ἑαυτοῦ οἰκίανSB 9622.8 (IV d.C.).