διαρράπτω
1 pasar hilos, coser c. ac.
τρίχας καὶ σχοινία λεπτάStr.15.1.67,
ὁλοσχοίνουςPlu.2.978a,
ταῦτα (τὰ νήματα τὰ σηρικά) ἐν ὑποδήμασι δ.coser estos (hilos de seda) en el calzado Chrys.M.58.501.
2 cirug. suturar
τὸ τραῦμαPlu.Cat.Mi.70,
τὸ δέρμαGal.18(2).746, 996.