διαπλέκω διαπλευρισμός διαπλέω διάπλεως διαπληκτίζομαι διαπληκτικός διαπλήκτισις διαπληκτισμός διαπλήρης διαπληρόω διαπλήρωσις διαπλήσσω διαπλίσσομαι διαπλοκή διαπλόκινος διάπλοκος διάπλοος διάπλουτος διαπλόω διαπλύνω διαπλώω διαπνείω διαπνευματόομαι διάπνευσις †διαπνεύστας· διαπνευστία διαπνευστικός διάπνευστος διαπνευστός διαπνέω διαπνοή διάπνοια διάπνους διαποβλέπω διαποδίζω διαποδισμός διαποζεύγνυμαι διαποθνήσκω διαποιέω διαποικίλλω διαποίκῐλος διαποιμαίνω διαπολεμέω διαπολέμησις διαπολιορκέω διαπολιτεία διαπολιτεύομαι διαπολιτευτής διαπόλλυμι διαπολλύω διαπομπεύω διαπομπή διαπόμπησις διαπόμπιμος †διαπονδαρίζει· διαπονέω διαπόνημα διαπονηρεύομαι διαπόνησις διαπονητέον διαπονητός διάπονος διαπόντιος διαποντοπλᾰνής διαποππύζω διαπορεία διαπορεύσιμος διαπόρευσις διαπορευτός διαπορεύω διαπορέω