διαποίκῐλος, -ον


abigarrado, de varios colores διαχώρημα μέλασι διαποίκιλον excremento de varios tonos oscuros Hp.Coac.603, διαποίκιλος τὴν χρόαν de color variopinto Arist.Fr.269, τὰ πρανῆ ... ἔχει ὁ ἄρρην ... διαποίκιλα ῥάβδοις el macho tiene el dorso coloreado por estrías Arist.HA 525a12, εἰς τοὺς στρωματεῖς τοὺς διαποικίλους Thphr.HP 4.2.7, cf. Str.5.2.6, Luc.Nec.12, σφραγίς Ath.Askl.4.122 (III a.C.)
variado ἀοιδά Carm.Conu.34(c).4 (= Lyr.Alex.Adesp.20.6).