διαπνευστικός, -ή, -όν


que disipa las calenturas, Aret.CA 1.1.11, ἑλλησποντία Heras en Gal.13.914, ἡ μέθη Aët.15.15 (p.69.9), c. gen. (τῶν φυσέων) Aret.CA 1.2.8, τῶν παχέων ἀτμῶν Aët.6.2m.