διαπόντιος, -ον


1 que está, procede de o tiene lugar al otro lado del mar γᾶ A.Ch.352, στράτευμα Hermipp.57.1, στρατεία X.HG 6.2.16, Plu.Alc.19, cf. D.S.16.62, πόλεμος Th.1.141, Plb.1.71.7, 18.35.1, ἐναντίωσις Chio 16.1, λήμματα Antiph.194.8, συμμαχία D.S.12.82, θεοί Plu.2.407f, ἀρχή D.H.7.71, ἀγῶνες D.C.Epit.8.8.1, πορεῖαι S.E.P.2.244, πρεσβεῖαι IGR 4.881 (Tacina, Pisidia III d.C.), τυρός Str.9.1.11, usos atributivos τοὺς συμμάχους ὄντας διαποντίους D.S.11.37
usos pred. al otro lado del mar πλευσεῦμαι κἠγὼν δ. Theoc.14.55, διαπόντιον ἕλκειν ἄνδρα ... ἐπισταμένη (una mujer) capaz de arrastrar a un hombre al otro lado del mar, AP 5.205, διαποντίους δυνάμεις ... ἐξέπεμπον D.S.16.34, διαπόντιον τὴν ἱκεσίαν τοξευόμενος Hld.9.5.2
que llega hasta el otro lado del mar, e.e. muy difundido de un poema, Sch.Pi.P.8.46b.

2 subst. ἡ δ. la tierra al otro lado del mar ὠρέχθησαν τῆς διαποντίου D.H.1.90.