διαπονέω
I tr.
1 de pers. ejercitar, entrenar con ejercicio físico
τὰ σώματαX.Cyn.4.10, Plu.Eum.4, cf. Pl.R.535c, D.Chr.2.25, Philostr.VS 598,
τοὺς νέουςLuc.Anach.18,
τὸν στρατόνApp.Syr.43, cf. Ph.2.468,
σώματα τῶν παρθένων δρόμοις καὶ πάλαιςPlu.Lyc.14, en v. pas.
οὐδὲν γὰρ τοῦ σώματος διαπεπόνηται πρὸς οὐδένα πόνονHp.Vict.2.66.
2 de actividades intelectuales y abstr. ejercitar, practicar, cultivar
γράμματα ... χρὴ ... διαπονεῖνPl.Lg.810b,
τὴν μαθηματικὴν ἐπιστήμηνPh.1.30,
τὴν ἀνδρείανPh.2.376,
τὴν ἀρετήνPh.2.427,
αὑτὸν ... διεπόνει ταῖς μελέταιςse ejercitaba a sí mismo en los ejercicios de declamación, Plu.Dem.5, cf. Cic.4
•en v. med. mism. sent.
δύο τέχνας ἀκριβῶς διαπονεῖσθαιpracticar con dominio dos oficios Pl.Lg.846d,
ἣν (πραγματείαν) δεῖ διαπονεῖσθαι τὸν σώφροναPl.Phdr.273e,
ταῦτα μηδὲν μουσικῆς πέριAristid.Quint.3.22
•instruir c. doble ac., en v. pas.
παρὰ Πυθοκλείδῃ μουσικὴν διαπονηθῆναι τὸν ἄνδρα φησίνPlu.Per.4.
3 trabajar, cultivar la tierra
ὅταν διαπονήσωσι ταύτην (χώραν)Plb.4.45.7, en v. pas.
τὸ πεδίον φύσει καὶ ὑπὸ βασιλέων πολλῶν ... διεπεπόνητοPl.Criti.118c
•fig. gobernar en v. pas.
οἴκου τοῦδε ... οὐχ ὡς τὰ πρόσθ' ἄριστα διαπονουμένουde esta casa ... que no está gobernada de la mejor manera como antes A.A.19.
4 realizar trabajosamente, preocuparse por, esforzarse en
ὅταν (ἅ) ... ἄν τις αὑτοῦ χάριν οἴηται διαπονεῖνPlb.30.10.1,
ἐν ὑπαίθρῳ τὰ ἔργα διαπονεῖνD.Chr.3.71,
τὸ ἐπιπορεύεσθαι ... διαπονοῦντεςLXX 2Ma.2.28,
καλὸν ἔργον καὶ θεῖον ἀεί διαπονῶνClem.Al.QDS 16.3, en v. pas.
ἀγροικίαι ... οἰκοδομαῖς πολυτελέσι καὶ κονιάμασι διαπεπονημέναιD.S.20.8,
πεμμάτων περιττῶς διαπεπονημένων παρασκευαῖςPlu.Luc.40, tb. en v. med. c. inf.
ὃς ἂν μὴ διαπονήσηται τὸ πᾶσαν πίστιν λαβεῖνPl.Lg.966c,
σοι ... διαπονησαμένῳ τὴν ... εὐδαιμονίαν κεκτῆσθαιX.Mem.2.1.33.
II intr.
1 ejercitarse
μέχρι διαπονήσωσινde gimnastas, Hp.Vict.3.84,
ἐν τοῖς ὅπλοιςD.H.14
•en v. med. mismo sent.
οἱ μὲν διαπονούμενοι εὖχροί τε καὶ εὔσαρκοιX.Lac.5.8
•trabajar con c. dat. instrum.
παντὶ διαπονῶν τῷ σώματιX.Smp.2.17,
ἅμα γὰρ τῇ τε διανοίᾳ καὶ τῷ σώματι διαπονεῖν οὐ δεῖArist.Pol.1339a8, cf. Ph.2.282
•en v. med. mismo sent.
τὰ γυμνάσια διὰ τοῦ ἐλαίου διαπονεῖταιD.H.Rh.1.6
•gener. trabajar
ἄρρην δὲ θηλείας διαπονεῖσθαι ἀμείνωνque el macho trabaja mejor que la hembra Arr.Cyn.32.1.
2 preocuparse, ocuparse c. περί:
περὶ τὰ δημιουργικὰ τεχνήματαPl.Lg.846d,
εἰ καὶ μᾶλλον διαπονεῖ περὶ τὸ σῶμα ὁ πολιτικόςArist.EN 1178a26,
περὶ τὸν φαινόμενον οἰκεῖον διαπονεῖται γόνον(los animales) se ocupan de la generación aparentemente propia Arist.GA 759b1, c. otros compl.
ἀλλὰ τῶν ἀποβαινόντων ἕνεκεν διαπονοῦμενIsoc.1.47
•en v. med. pas., con gen.
ἐς ... ἀφροδισίων σπουδὰς διαπονουμέναςen afanes dedicados a los placeres amorosos Pl.Ep.326d.
3 en v. med.-pas. estar molesto, estar preocupado
ἐγὼ ὅλος διαπον[ο]ῦμαι εἰ Ἕλενος χαλκοὺς ἀπόλε[σ]ενyo estoy muy molesto porque Héleno ha perdido el dinero, POxy.743.22 (I a.C.),
διὰ τὸ διδάσκειν αὐτοὺς τὸν λαόνAct.Ap.4.2,
διαπονηθείςmolesto, Act.Ap.16.18, cf. Vit.Aesop.G 3 (cód.), Hsch.
•hacerse daño, lastimarse
ἐξαίρων λίθους διαπονηθήσεται ἐν αὐτοῖςremoviendo piedras se dañará con ellas LXX Ec.10.9,
πρὸς διαπεπονημένους συμβαλόντεςatacando a (hombres) extenuados D.S.11.7.