διαπλίσσομαι
1 ref. a pers. marchar o mantenerse con las piernas abiertas
στρατηγὸς ... διαπεπλιγμένοςArchil.166.1,
ἀμφικαθεζομένη καὶ διαπλίξασαHp.Mul.2.195, cf. Hsch.s.uu. διαπέπλιχε, διαπεπλίχθαι.
2 ref. a partes del cuerpo estar completamente abierto
τὰ σκέλεα ... διαπεπλιγμέναHp.Prog.3, cf. Gal.19.92 (graf. διαπεπληγμένα),
τὸ στόμα (τῶν μητρέων) ... διαπεπλιχόςHp.Mul.2.167.