διαπλέω
1 intr. navegar
ἄνω καὶ κάτωHp.Aër.15,
ἡ Χάρυβδις ... ᾗ Ὀδυσσεὺς λέγεται διαπλεῦσαιTh.4.24,
εἰς ΑἴγινανAr.V.122,
ΜέγαράδεLys.12.17,
ἐξ Ἰωνίας πόλεως εἰς ΜίλητονMilet 1(3).150.103 (II a.C.),
ἀπὸ Σικυῶνος εἰς ΚίρρανLuc.DMort.21.2, cf. Hp.Ep.14, D.19.163, Plb.5.103.4, 18.45.7, Paus.9.24.1, I.BI 1.543, Plu.Sull.26, Caes.23, Ach.Tat.8.18.5, D.C.78.39.5,
διώρυχες δι' ὧν διαπλέουσινThphr.HP 4.7.6,
διαπλεῖ σινδόν' ἐπαράμενοςAP 11.404 (Luc.)
•part.
αἱ ΔιαπλέουσαιLas Navegantes tít. de una comedia de Alexis AB 91.21
•fig. de las arenillas en la orina
ξὺν τοῖσι οὔροισι κάτω διαπλέειAret.SD 2.3.4.
2 tr. recorrer, atravesar
τὸν πορθμόνStr.7.4.3,
τὸν ὠκεανόνAth.781d,
τὸ πέλαγοςAct.Ap.27.5, Plu.2.206c, Orac.Sib.11.181, IUrb.Rom.1321.12 (III/IV d.C.),
τὸν Αἰγαῖον ἢ τὸν ἸόνιονLuc.Herm.28, en v. pas.
πᾶσα δὲ θάλαττα φορτηγοῖς ὁλκάσιν ἀκινδύνως διαπλεῖταιPh.2.552
•abs. hacer una travesía X.An.7.6.13, Anticl.4, Plb.14.10.12
•fig. δ. τὸν βίον hacer la travesía de la vida e.e. vivir
ὥσπερ ἐπὶ σχεδίας ... τὸν βίονPl.Phd.85d, cf. Them.Or.1.7a, AP 7.23b.