< διαπληκτίζομαι
διαπλήκτισις >
διαπληκτικός
,
-ή, -όν
contundente
,
eficaz
πάντων δὲ διαπληκτικώτατον καὶ ἀνυσιμώτατόν ἐστι καστόριον
Orib.
Ec
.72.2.