διαπλώω
1 tr. recorrer, atravesar el mar
ἁλὸς ... κέλευθα νηίA.R.2.629,
διαπλώειν πόντονAP 9.295 (Bianor).
2 intr. navegar
κεῖθεν δὲ διαπλώουσιν ... εἰς πεδίον ΛηλάντιονCall.Del.288
•nadar
διαπλώει πτερύγεσσινuna tortuga, Nic.Al.558.
ἁλὸς ... κέλευθα νηίA.R.2.629,
διαπλώειν πόντονAP 9.295 (Bianor).
κεῖθεν δὲ διαπλώουσιν ... εἰς πεδίον ΛηλάντιονCall.Del.288
διαπλώει πτερύγεσσινuna tortuga, Nic.Al.558.