< διαπληκτικός
διαπληκτισμός >
διαπλήκτισις
,
-εως, ἡ
disputa
,
riña
ἐν ταῖς πρὸς Ἀχιλλέα διαπληκτίσεσιν
Porph.
ad Il
.8.4.